Η Ερμιόνη Καλομοίρη ανήκει σ’ εκείνον τον ιστορικό κύκλο των χειραφετημένων υφαντρών που, μετά την Κατοχή και την ολοκληρωτική καταστροφή των Ανωγείων το 1944, μετέτρεψαν τον αργαλειό από εργαλείο της οικοκυρικής προίκας σε κινητήριο δύναμη της τοπικής οικονομίας. Γεννημένη και μεγαλωμενη στο Περαχώρι, είδε τον τόπο της να ξαναχτίζεται με κόπο και αξιοπρέπεια – και με πρωταγωνίστριες γυναίκες που ύφαιναν όχι μόνο υφάσματα αλλά και νέες δυνατότητες ζωής.
Η Ερμιόνη αντλεί από τη μνήμη της εικόνες μιας εποχής δύσκολης, μα και γεμάτης νόημα: τα χρόνια της ανταλλαγής, όπου το υφαντό μπορούσε να γίνει λάδι ή στάρι· τα χρόνια της συλλογικής φροντίδας και της αλληλοβοήθειας, όταν η γειτονιά έστελνε το καλύτερο ψωμί στον άρρωστο. Μέσα σε όλα αυτά, ο αργαλειός ήταν η συντροφιά της, το «ξεμπικάρισμά» της, ένα εσωτερικό καταφύγιο από τη φθορά της καθημερινότητας.
Αναγνωρίζει την τέχνη ως δύναμη ίασης και ανάτασης. Μέσα από τη βιωματική της σοφία, η Ερμιόνη Καλομοίρη υπενθυμίζει πως η ζωή, όπως και το υφαντό, χτίζεται σιγά σιγά, με υπομονή, χρώμα και κόπο – και πως η αλήθεια της δεν μετριέται σε ποσότητες, αλλά στο αν κατάφερες να τη χαρείς όπως ήρθε.



